- ὠμοτοκοῦσαι
- ὠμοτοκέωbring forth untimelypres part act fem nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωμοτοκώ — έω, ΜΑ [ὠμοτόκος] γεννώ πρόωρα, αποβάλλω («ὠμοτοκοῡσαι καὶ νεκρὰ τίκτουσαι», Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek